Σύμφωνα μ΄αυτή την άποψη, η Δημοκρατία
είναι ένα προϊόν του δυτικού πολιτισμού, το οποίο δεν μπορεί να
εφαρμοστεί στη Μέση Ανατολή, όπου έχουμε να κανουμε με διαφορετικό
θρησκευτικό, πολιτισμικό, κοινωνικό και ιστορικό υπόβαθρο.
Recep Tayyip Erdoğan
Tουρκικό καλοκαίρι στα πρότυπα της αραβικής άνοιξης; Μάλλον απίθανο: ο Ερντογάν δεν είναι Μουμπάρακ και η Τουρκία δεν είναι ούτε Αίγυπτος ούτε Λιβύη.
Η δημοκρατία της είναι ασφαλώς ατελής αλλά είναι δημοκρατία, και ο Ερντογάν είναι ο νόμιμα και δημοκρατικά εκλεγμένος πρωθυπουργός της χώρας, και μάλιστα, αυξάνοντας τα ποσοστά του στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις το 2007 και το 2011 [1].
Ως εκ τούτου, οι εικασίες περί πτώσης της τουρκικής κυβέρνησης εξαιτίας των πρωτοφανούς όγκου και έντασης διαδηλώσεων, που συνεχίζονται στα μεγάλα αστικά κέντρα της Τουρκίας, αποτελούν απλουστεύσεις και σε καμία περίπτωση δεν απηχούν την πραγματικότητα.
Το κλειδί για την εκτόνωση της έντασης βρίσκεται στα χέρια του Τούρκου πρωθυπουργού, ο οποίος θα προσπαθήσει κάνοντας παραχωρήσεις και υπαναχωρήσεις, να περιχαρακώσει την κομματική του βάση και να περιορίσει τις δεδομένες απώλειες που θα έχει από τους πέραν αυτής υποστηρικτές του. Ωστόσο, είναι δεδομένο πως η συνεχής αυξητική πορεία των ποσοστών του ΑΚΡ και της δημοφιλίας του ίδιου του Ερντογάν λαμβάνει τέλος. Η χρονική συγκυρία έμοιαζε ιδανική για τον Ερνογάν. Έχοντας «τελειώσει» με τους στρατηγούς που κηδεμόνευαν την πολιτική ζωή από το 1980, έχοντας στείλει πολλούς από αυτούς στη φυλακή αποκαλύπτοντας τις επιχειρήσεις Εργκένεκον και Βαριοπούλα κι έχοντας συμπληρώσει ήδη 12 χρόνια στην εξουσία, χωρίς μάλιστα δημοσκοπικές απώλειες, ετοιμαζόταν για μια χρονιά, το 2014, κατά την οποία θα σφραγιζόταν η ριζική μετάλλαξη της Τουρκίας. Αποκορύφωμα σε αυτή την πορεία προς τα μπρος θα ήταν η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας με καθολική ψηφοφορία (ο ίδιος ο Τούρκος πρωθυπουργός θεωρείται ο επικρατέστερος υποψήφιος) και στη συνέχεια, ένα δημοψήφισμα που θα διεύρυνε το ρόλο και τις εξουσίες του Προέδρου σε τέτοιο βαθμό που να ταιριάζουν με τις προσωπικές φιλοδοξίες του ίδιου του Ερντογάν.
Το πρώτο βήμα στους σχεδιασμούς του Ερντογάν ήταν οι συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις μεταξύ ΜΙΤ και Οτσαλάν προς μία συνολική διευθέτηση στο κουρδικό ζήτημα [2]. Η συμμαχία με τους Κούρδους είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για τον Ερντογάν και το ΑΚΡ προκειμένου να προωθήσει τις καθεστωτικές αλλαγές που οραματίζεται, αλλαγές οι οποίες θα αλλάξουν τη φυσιογνωμία της Τουρκίας όπως την ξέραμε μέχρι τώρα. Για να επιτύχει τις αλλαγές αυτές ο Ερντογάν, χρειάζεται ευρύτερη συναίνεση, την οποία επί του παρόντος μπορεί να την προσφέρει μόνο η συμμαχία με τους Κούρδους που ως αντάλλαγμα παίρνουν de facto αυτονομία αρχικά, και de jure στη συνέχεια [3].
Η κίνηση αυτή, εξαρχής θεωρούνταν κίνηση υψηλού ρίσκου για πολλούς λόγους. Από τη μία ο Οτσαλάν, όσο κι αν χαίρει της εκτίμησης των Κούρδων και θεωρείται (ακόμη και όντας φυλακισμένος) ο νόμιμος ηγέτης του ΡΚΚ, δεν μπορεί να θεωρηθεί πως ελέγχει πλήρως την οργάνωση την οποία ίδρυσε. Ο στρατιωτικός ηγέτης του ΡΚΚ, Μουράτ Καραγιλάν, έσπευσε να πειθαρχήσει στην έκκληση Οτσαλάν για κατάπαυση του πυρός αλλά, εφόσον το επιθυμεί, έχει τα μέσα και τη δυνατότητα να τορπιλίσει την όποια συμφωνία μεταξύ ΜΙΤ και Οτσαλάν. Από την άλλη, το ΡΚΚ δεν είναι πλέον ο μόνος παίκτης στο κουρδικό. Στο Βόρειο Ιράκ έχει εγκαθιδρυθεί ένα de facto ανεξάρτητο κουρδικό κράτος, το οποίο αποκομίζοντας τεράστια κέρδη από τους υδρογονάθρακες του Κιρκούκ και της Μοσούλης, δίνει τη δυνατότητα στους ηγέτες του, Μπαρζανί και Ταλαμπανί, να διεκδικήσουν ευρύτερο και πιο ενεργό ρόλο στα κουρδικά πράγματα [4]. Τους τελευταίους μήνες, με απόφαση του Μπασάρ Αλ Άσαντ, ο οποίος απέσυρε τα στρατεύματά του από τις περιοχές των Κούρδων της Συρίας, έχει προστεθεί και μια δεύτερη αυτόνομη κουρδική οντότητα, αυτή του Νοτιο-Δυτικού (Συριακού) Κουρδιστάν. Η στόχευση των Ερντογάν-Νταβούτογλου περιλαμβάνει και την επιθυμία – με όχημα το ΡΚΚ – να θέσει υπό τουρκική κηδεμονία τις δύο αυτές ημιανεξάρτητες κουρδικές οντότητες, γεγονός που αναμένεται να προκαλέσει αντιστάσεις από τις ηγεσίες τους.
Τα αίτια
Από τη μία η αδυναμία να διασφαλιστεί η τήρηση των συμφωνηθέντων από την πλευρά των Κούρδων κι από την άλλη η εγκατάλειψη της κεμαλικής παρακαταθήκης «ένα κράτος-ένα έθνος» έχουν οδηγήσει πολλούς κεμαλιστές – οι οποίοι ναι μεν είναι ξεδοντιασμένοι αλλά όχι «νεκροί» – να θεωρούν τις κινήσεις Ερντογάν στο κουρδικό ως απαρχή του διαμελισμού της Τουρκίας. Στην αντίληψή τους το κουρδικό ζήτημα παραμένει ζήτημα στρατιωτικής επιχείρησης που δεν μπορεί να λυθεί με πολιτικά μέσα [5]. Ακόμη όμως και πολλοί που θεωρούν την στρατιωτική αντιμετώπιση του κουρδικού ζητήματος αντιπαραγωγική, ανησυχούν για τον ενισχυμένο ρόλο που ενδέχεται να αποκτήσει το κουρδικό στοιχείο στη νέα (ομοσπονδιακή;) Τουρκία του Ερντογάν.
Αν οι Κούρδοι αναδεικνύονται σε ρυθμιστές του μέλλοντος της χώρας γιατί να μη διακδικήσουν την πολιτική, πολιτιστική και θρησκευτική τους αυτονομία τα άνω των 15 εκατομμυρίων των Τούρκων Αλεβιτών; Πολύ δε περισσότερο όταν συγκεκριμένες κινήσεις της τουρκικής κυβέρνησης δημιουργούν σε αυτούς την αίσθηση ότι στη νέα Τουρκία θα πάρουν τη θέση των Κούρδων ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Τέτοια ήταν η κίνηση της κυβέρνησης να δώσει στην τρίτη γέφυρα στο Βόσπορο το όνομα του Σουλτάνου Σελίμ, του επονομαζόμενου και σφαγέα των Αλεβιτών.
Η κίνηση ωστόσο που εγείρει τις πλέον έντονες ανησυχίες στον πληθυσμό των Αλεβιτών είναι η στρατηγική των Ερντογάν-Νταβούτογλου να αναμιχθούν ενεργά στη συριακή κρίση υπέρ των αντικαθεστωτικών δυνάμεων των Σουνιτών και κατά των Aλαουϊτών του Άσαντ. Η απόφαση αυτή του Ερντογάν έχει εμπλέξει την Άγκυρα σε μια περιπέτεια, η οποία αποδεικνύει τη ρηχότητα του περιβόητου στρατηγικού βάθους πάνω στο οποίο οι Ισλαμιστές έχουν δομήσει το όραμά τους για την «ανασύσταση» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η τουρκική ηγεσία ανέμενε τη γρήγορη πτώση του καθεστώτος της Δαμασκού και με δεδομένη την σχετική υποχώρηση της Αιγύπτου ως ηγέτιδας δύναμης του σουνιτικού Ισλάμ, να αναλάβει η ίδια αυτόν το ρόλο. Την πρόθεση να αναδειχθεί η Τουρκία σε ηγεμονική δύναμη του σουνιτικού Ισλάμ την είχε εκδηλώσει η Τουρκία με πολλούς τρόπους, ιδιαίτερα δε επενδύοντας σε ενέργειες και δηλώσεις λαϊκισμού με στόχο το Ισραήλ, εμφανιζόμενη έτσι ως προστάτιδα των Παλαιστινίων [6]. Αντί όμως η Τουρκία να καταστεί ρυθμιστής και επικυρίαρχος των συριακών πραγμάτων έχει μεταβληθεί σε μέρος του προβλήματος με κίνδυνο η κρίση να μεταφερθεί στο εσωτερικό της. Τα πρόσφατα γεγονότα στο Ρεϊχανλί, στην τουρκο-συριακή μεθόριο, το επιβεβαιώνουν.
Μέχρι τώρα, ο Ερντογάν υπήρξε πολύ προσεκτικός στις κινήσεις του μη θέλοντας να δώσει την αίσθηση ότι προτίθεται να εφαρμόσει μία κρυφή ισλαμική ατζέντα. Από τη στιγμή ωστόσο που εγκαταλείπεται το δόγμα «ένα κράτος-ένα έθνος», το σουνιτικό Ισλάμ φαντάζει ως το μοναδικό ενοποιητικό στοιχείο που μπορεί να κρατήσει την Τουρκία ενωμένη. Προς αυτή την κατεύθυνση, η τουρκική κυβέρνηση επιχείρησε να προωθήσει μέτρα που να θεωρούνται συμβατά με τη θρησκεία, όπως οι περιορισμοί στη πώληση και κατανάλωση αλκοόλ. Η συγκεκριμένη κίνηση προκάλεσε τη δυσφορία των κοσμικών Κεμαλιστών, των νέων των μεγάλων τουρκικών πόλεων, που έχουν συνηθίσει σε ένα δυτικού τύπου τρόπο ζωής και τον οποίο δεν προτίθενται να εγκαταλείψουν, και φυσικά, των μη σουνιτικών μειονοτήτων, όπως είναι τα 15-20 εκατομμύρια των Αλεβιτών. Η συγκεκριμένη μειονότητα αναμένεται να είναι το επόμενο μεγάλο πρόβλημα που θα έχει να αντιμετωπίσει η τουρκική πολιτική τάξη.
Επόμενη κίνηση, συμβιβασμός
Μπορεί ο Ερντογάν να είναι μία νέα περίπτωση Μεντερές; Αναμφίβολα υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις αλλά και εμφανείς διαφορές. Καταρχάς, μιλάμε για εντελώς διαφορετική εποχή. Κατά δεύτερον και με βάση τα σημερινά δεδομένα, καμία από τις δυνάμεις που εκπροσωπούν το παλαιό καθεστώς των πολιτικών κομμάτων της Τουρκίας δεν επιθυμεί την πτώση της κυβέρνησης [7]. Τόσο ο Κιλιτσντάρογλου όσο και ο Μπαχτσελί γνωρίζουν πως δεν υπάρχει αξιόπιστη εναλλακτική πολιτική πρόταση που να εγγυάται τη σταθερότητα στη χώρα. Και με δεδομένη την υποχώρηση της δύναμης του στρατού, αν τα πράγματα δεν εξελιχθούν καλά, υπάρχει σοβαρότατος κίνδυνος η Τουρκία να διολισθήσει σε εμφύλια σύγκρουση.
Αν κάτι χαρακτηρίζει την πολιτική καριέρα του Ερντογάν, αυτή είναι η δυνατότητά του να συγχρονίζεται με τα γεγονότα (timing), να αναδιπλώνεται όταν πιέζεται και να αντεπιτίθεται όταν η συγκυρία είναι ευνοϊκή [8]. Τη δεδομένη στιγμή γνωρίζει ότι η συγκυρία δεν τον ευνοεί. Όχι μόνο οι δυνάμεις του παλαιού καθεστώτος, αλλά και πολιτικοί προερχόμενοι από τον ίδιο μ’ αυτόν χώρο, όπως ο Πρόεδρος Γκιουλ κι ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Αρίντς, εμφανίζονται αρνητικοί στο ενδεχόμενο να εγκαθιδρυθεί ένα καθεστώς, όπου ο ίδιος θα απολαμβάνει εξουσίες απόλυτου μονάρχη.
Συνεπώς, η μόνη λογική κίνηση του Ερντογάν θα είναι είτε να μην επιμείνει στη θέση του για τροποποίηση του Συντάγματος κι εγκαθίδρυσης ενός συστήματος όπου ο Πρόεδρος θα έχει υπερεξουσίες ανάλογες μ’ αυτές που είχε ο Ντε Γκωλ στην πρώτη του προεδρική θητεία στη Γαλλία, είτε να δεσμευθεί από τώρα ότι δεν θα διεκδικήσει αυτή τη θέση για τον εαυτό του.
Εάν αυτό θα είναι το πολιτικό τέλος του Ερντογάν θα φανεί από την έκβαση που θα έχει η διαπραγμάτευση με τους Κούρδους. Εάν όλα πάνε όπως ο Ερντογάν τα υπολόγιζε, το ΡΚΚ αποχωρήσει από τις βάσεις του μαζί με τον οπλισμό του κι επιτευχθεί αυτό που για δεκαετίες φάνταζε ανέφικτο, δηλαδή εσωτερική ειρήνευση στη Νοτιο-ανατολική Τουρκία και τα μεγάλα αστικά κέντρα, μπορεί να επανέλθει ξανά το 2015 και να πραγματοποιήσει τις επιδιώξεις του. [9]
Από τη στιγμή που έχει κατεδαφιστεί το «βαθύ κράτος» των στρατηγών και δεν υφίστανται πλέον οι δομές του που λειτουργούσαν παράλληλα με εκείνες του επίσημου κράτους, η Τουρκία χρειάζεται ένα νέο όραμα. Μπορεί το σουντικό Ισλάμ να προσφέρει την απαραίτητη ενοποιητική βάση για την ειρηνική συνύπαρξη δύο βασικών εθνών σε ένα κράτος; Θα φανεί στο προσεχές διάστημα οπότε κι ο Ερντογάν θα δείξει ποιες είναι οι πραγματικές του προθέσεις.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου