Η κυριαρχία του Μπερλουσκόνι στην
ιταλική πολιτική ζωή πλησιάζει στο τέλος της, αλλά το φαινόμενο του
«μπερλουσκονισμού» φαίνεται να έχει μέλλον.
Πώς έγινε όμως δυνατό να επικρατήσει ο Μπερλουσκόνι στη χώρα που
είχε το πιο μεγάλο κομμουνιστικό κόμμα και το πιο ισχυρό εργατικό
κίνημα της Δύσης, στη χώρα που γνώρισε μιαν από τις πιο ριζοσπαστικές
και παρατεταμένες από τις εξεργέσεις του '68 και τη μεγαλύτερη άνθηση
των ομάδων της ριζοσπαστικής αριστεράς;
Στο ερώτημα αυτό προσπαθεί να απαντήσει ο ιταλός κοινωνιολόγος Γκουίντο Βιάλε, με ένα άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Carta». Γράφει μεταξύ άλλων ο Βιάλε: «Στις υλικές συνθήκες που αποτελούν τη βάση του μπερλουσκονικού καθεστώτος υπάρχει βέβαια ένα στοιχείο που είναι ειδικά ιταλικό. Αλλά υπάρχει και ένα άλλο, σίγουρα πιο σημαντικό, που έχει πλανητικές ή σε κάθε περίπτωση υπερεθνικές διαστάσεις. Και τα δύο είναι το αποτέλεσμα μιας ανθρωπολογικής μεταβολής με την οποία χρειάζεται να αναμετρηθούμε. Αν και τα γνωρίσματά της είναι πολύπλοκα, αυτό που κυρίως χαρακτηρίζει αυτή τη μεταβολή μπορούμε να το ορίσουμε ως «δικτατορία της αμάθειας». Στην Ιταλία ο Σίβλιο Μπερλουσκόνι δεν «αποκατέστησε» μόνον τον φασισμό. Αυτό που αληθινά αποκατέστησε ο Μπερλουσκόνι είναι η αμάθεια· η υπερηφάνεια του να είμαστε αδαείς· η περιφρόνηση (φασιστικού τύπου) για τις γνώσεις, για οποιαδήποτε γνώση, και γι' αυτούς που τις καλλιεργούν· η αξίωση να δρούμε ακόμα και χωρίς να γνωρίζουμε· η πεποίθηση ότι είμαστε καλύτεροι από όλους τους άλλους και ιδιαίτερα από τους Αραβες, τους «νέγρους», τους Κινέζους, τους Σλάβους, τους εβραίους, ανάλογα με τις προτιμήσεις.
Το κύριο εργαλείο αποκατάστασης της αμάθειας υπήρξε στην Ιταλία η τηλεόραση, δημόσια και ιδιωτική, που είναι η χειρότερη στον κόσμο. Και όχι μόνον στα δελτία ειδήσεων και στις «πολιτικές» εκπομπές, αλλά κυρίως στον πολτό που ρίχνουν καθημερινά στο πολιτισμικά πιο ανυπεράσπιστο κοινό οι ψυχαγωγικές εκπομπές.
Αυτή η αποκατάσταση της αμάθειας συνδέεται, ωστόσο, με ορισμένες βαθύτερες διαδικασίες που σημαδεύουν εδώ και δεκαετίες το παγκόσμιο πανόραμα. Η πρώτη είναι η ιστορική μετάβαση από τη γραπτή κουλτούρα των βιβλίων, των εφημερίδων και των περιοδικών στην οπτικοακουστική κουλτούρα της τηλεόρασης και του Ιντερνετ. Μόνον δύο ή τρεις άλλες μεταβάσεις είχαν στην ανθρώπινη ιστορία μια τόσο καθοριστική επίδραση: Η μετάβαση από την προφορική κουλτούρα στη γραφή, εκείνη από το χειρόγραφο στο τυπωμένο κείμενο και ίσως εκείνη από τη φωναχτή ανάγνωση στη σιωπηλή ανάγνωση. Ακόμα και αν τα περιεχόμενα που κυκλοφορούν με αυτά τα «οχήματα» μπορεί να είναι τα ίδια -γενικά όμως δεν είναι- ο τρόπος μετάδοσης και πρόσληψης αλλοιώνει ριζικά τη σημασία τους. Σε τελική ανάλυση, το μέσο είναι το μήνυμα. Η γραπτή σελίδα απαιτεί προσοχή, προσπάθεια, στοχασμό, μας προσκαλεί να κατασκευάσουμε σχήματα για να συστηματοποιήσουμε όσα μάθαμε. Τα οπτικοακουστικά μέσα είναι πολύ πιο ασταθή και εφήμερα. Επιτρέπουν -ή και επιβάλλουν υποχρεωτικά- μια πιο παθητική πρόσληψη· δεν συνεπάγονται -παρά μόνον σε σπάνιες περιπτώσεις-μια προσπάθεια μάθησης και ακόμα λιγότερο ερμηνείας ή «μετάφρασης»· επιτρέπουν να περνάμε από το ένα θέμα στο άλλο με το απλό πάτημα ενός πλήκτρου· κυρίως, ανανεώνονται καθημερινά, καταργώντας ή ρίχνοντας στη λήθη αυτό που λέχθηκε ή μεταδόθηκε μόλις χθες.
Η δεύτερη διαδικασία στην οποία μπορεί να αναχθεί η δικτατορία της αμάθειας είναι ο φονταμενταλισμός, όχι μόνον ο θρησκευτικός αλλά και ο «φυλετικός», ο οποίος μεταφέρει από το βιολογικό πεδίο στο πολιτισμικό -με την «ανθρωπολογική» έννοια- την υποτιθέμενη υπεροχή ενός έθνους σε σχέση με ένα άλλο. Ο φονταμενταλισμός τροφοδοτήθηκε κυρίως από μιαν αμυντική αντίδραση στις διαδικασίες ξεριζωμού, απώλειας των βεβαιοτήτων και αύξησης της ανασφάλειας, που συνεπιφέρει η παγκοσμιοποίηση. Μεγαλώνει σε όλο τον κόσμο ο αριθμός των προσώπων που είναι διατεθειμένα να υποστηρίξουν ότι στη Βίβλο, στο Κοράνι, στις Ουπανισάδες ή στο Ευαγγέλιο -συχνά χωρίς να τα γνωρίζουν ή χωρίς καν να μπορούν να διαβάσουν το κείμενο- ή σε σχηματικές, δογματικές ή ακόμα και εσφαλμένες ερμηνείες τους, περιέχονται όλα όσα πρέπει να ξέρει ένα πρόσωπο (...).
Το πολιτισμικό κενό που γεννιέται ή ευνοείται από αυτές τις δύο διαδικασίες, δηλαδή από τη δικτατορία της αμάθειας και από τον φονταμενταλισμό, συμβιώνει με ένα είδος πραγματισμού που επιβάλλεται από το λεγόμενο «τέλος των ιδεολογιών»· στην πραγματικότητα μιας μόνον ιδεολογίας, της σοσιαλιστικής με το κομμουνιστικό της παράρτημα· η οποία ίσως να μην ήταν ιδεολογία, αλλά μάλλον ένα σύνολο γνώσεων, τμηματικών έστω και αποστεωμένων από μιαν αυταρχική κωδικοποίηση και με αυτή τη μορφή σίγουρα ακατάλληλων για την ερμηνεία του σύγχρονου κόσμου. Η εξάλειψή της όμως άφησε πίσω της μόνον ερείπια. Γιατί οι άλλες λεγόμενες «ιδεολογίες» των δύο προηγούμενων αιώνων σίγουρα δεν χάθηκαν. Εκείνη η καθολική -η «κοινωνική διδασκαλία της Εκκλησίας» στις διάφορες διατυπώσεις της που κράτησαν ενωμένα πολλά δυτικά κόμματα για πάνω από έναν αιώνα -ή γενικά χριστιανική, όχι μόνον δεν χάθηκε, αλλά έχει επανεμφανιστεί στις τελευταίες δεκαετίες με πιο ωμές και «ιδεολογικές» μορφές φονταμενταλιστικού φανατισμού. Και εκείνη η φιλελεύθερη, μεταμορφωμένη σε νεοφιλελεύθερο φονταμενταλισμό, έχει ήδη καταλάβει όλη την πλανητική σκηνή με τη μορφή της «μοναδικής σκέψης». Και δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πιο σχηματική μορφή μιας λατρείας της αγοράς, η οποία από καιρό προσπαθεί να ταυτίσει όλες τις εκδηλώσεις της ανθρώπινης ζωής με ένα είδος «κοινωνικού δαρβινισμού».(...) *
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου