Του Σταύρου Βιτάλη, Προέδρου του Πατριωτικού Μετώπου.
«Άξιον εστί το φως, το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα».
Ο Ελύτης, παρών με την ποίησή του, στα χωράφια της...
Μακεδονίας, όπου ο αρχαίος σπόρος, η Ζειά,
θέριεψε και μεγαλώνει.
Ατενίζοντας τα χώματα της Πατρίδας μου, της Χλωμής Μητέρας της Μακεδονίας, τον Καρατζόβα να χαϊδεύει τα άγουρα στάχυα του καρπού αυτού που υμνεί ο Όμηρος, μόνο μουσική και ποίηση, μπορούν να συντροφέψουν τη σκέψη μου.
Χαμογελώ με «εκδικητική» τρυφερότητα στη Περσεφόνη του Χατζηδάκη και του Γκάτσου, καθώς στο χέρι μου, ακουμπά τον πράσινο χρυσό του Ομήρου, που χαριεντίζεται κάτω από τον Μαγιάτικο ήλιο της Αλμωπίας:
«Βγες στου κόσμου το μπαλκόνι κυρά μου και μην σκοτίζεσαι. Εκεί που μύριζε φλισκούνι και άγρια μέντα, κι’ έβγαζε η γης το πρώτο της κυκλάμινο, η υψικάμινος, νικήθηκε. Κι’ ο σπόρος σου, αήττητος σαν τις ιδέες, στέκεται όρθιος και αποφασισμένος να γίνει ψωμί».
Με την άκρη του ματιού, παρακολουθώ σε κάποια μέτρα πίσω, τα παλληκάρια μου, να χαμογελούν. Αυτούς τους σκληροτράχηλους Βορειοελλαδίτες αδελφούς, που με συντρόφεψαν πιστά σε όλους τους αγώνες, δεκαετίες τώρα.
Αυτούς που πειραχτικά αυτοονομάζονται «Βιταλημπάν» και με τα χωρατά τους, με σχολιάζουν και με «προβοκάρουν», πάντα με κείνη τη καλοκάγαθη αλλά και απομυθοποιητική διάθεση, που μόνο οι ορεσίβιοι χωρικοί γνωρίζουν.
Χαμογελάω και εγώ και με τη σειρά μου, κρύβοντας το πρόσωπό κόντρα στον ήλιο, στη σκέψη τους, για τον «γεροαντάρτη» και «γεροστρατηγό», που κάνει σαν μικρό παιδί, παίζοντας μες το χωράφι, με τα στάχυα της Ζειάς.
«Στρατηγέ τα καταφέραμε, τι λες;» Ακούω τον Γιώργη τον Χατζηδημητριάδη, τον άνθρωπο που δεν με εγκατέλειψε ποτέ, 30 τώρα χρόνια, σε όλες τις φουρτούνες, τις διώξεις, τους αγώνες και τα βάσανα, για το ψωμί, για την αξιοπρέπεια.
«Τα καταφέραμε Γιώργη» του αντιγυρίζω. «Η Ζειά, γύρισε στην Πατρίδα της. Από δω και πέρα, το νερό μπήκε στο αυλάκι. Εκατοντάδες στρέμματα σε ολάκερη τη χώρα, από Κεφαλονιά μέχρι Κρήτη και από Ήπειρο μέχρι Θράκη, θα βγάλουν φέτος τον άγιο και ευλογημένο σπόρο του Ομήρου. Θα γίνει, λιγοστό στην αρχή, περισσότερο στα χρόνια πούρχονται το ψωμί το καλό, να φάνε τα παιδιά μας, να δυναμώσουν, για να μπορούν να φτύνουν κατάμουτρα τα ρεμάλια της Monsanto και της Νέας Τάξης. Τα καταφέραμε Γιώργη».
«Δεν τον κράτησες τον σπόρο στα χέρια σου, στον έλεγχό σου Στρατηγέ», συνεχίζει ο σταυραδερφός. «Δεν τους φοβάσαι, μην τον εμπορευτούν, μην τον κάνουν κι’ αυτόν εμπορική πραμάτεια;».
«Νάναι ευλογημένο του ανταπαντώ». Και σιωπηλά, στη σκέψη μου γυρνούν και ξαναγυρνούν οι στίχοι του «δικού μου» Οδυσσέα:
Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Και τον πρώτο λόγο του ο στερνός των ανθρώπων θα πει, ν' αψηλώσουν τα χόρτα, η γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα του ήλιου να βγει. Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς που ετάχθη. Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων!
Άξιος εστί ο κόπος κι’ ο ιδρώτας μας αδέλφια του Πατριωτικού Μετώπου και του Αλληλέγγυον.
Η Ζειά, φύτρωσε, θέριεψε και μεγαλώνει. Γύρισε μετά από 80 χρόνια στη Πατρίδα της. Τα όνειρα, παίρνουν την εκδίκησή τους. Νάναι ευλογημένος ο καρπός της και οι γενιές που θα τον γευθούν, ν’ αντρειωθούν και πάλι με το ψωμί της.
Κι’ άηντες με το καλό, να δυναμώσει το χέρι το ελληνικό, για να σηκώσει τη ρομφαία του Αρχαγγέλου και να δικαιώσει και τον δικό μας Σολωμό:
«Παράμερα στέκει ο άντρας και κλαίει αργά το τουφέκι σηκώνει και λέει: Σε τούτο το χέρι τι κάνεις εσύ; Ο εχθρός μου το ξέρει πως μου είσαι βαρύ».
ΒΑΣΤΑΤΕ ΑΔΕΛΦΙΑ ΕΛΛΗΝΕΣ.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου