Ενώ η αγορά αναψυκτικών μειώθηκε κατά περίπου 9%, η βολιώτικη εταιρεία κατόρθωσε να αυξήσει τον τζίρο της κατά 30%
Η αγορά των αναψυκτικών συρρικνώνεται και μάλιστα με ισχυρούς ρυθμούς,
παρά το γεγονός ότι πρόκειται για προϊόντα χαμηλής τιμής. Η κρίση δεν
έχει αφήσει τίποτα ανεπηρέαστο στην κατηγορία των προϊόντων διατροφής.
Παρ' όλα αυτά, στη διάρκεια του 2012 - που για πολλές επιχειρήσεις ήταν
εφιαλτική χρονιά - η βολιώτικη εταιρεία αναψυκτικών ΕΨΑ, η παλαιότερη
εταιρεία του κλάδου, κατόρθωσε να αυξήσει τις πωλήσεις της κατά περίπου
30%, ενώ η αγορά μειώθηκε κατά περίπου 9%. Με τους ίδιους ρυθμούς
συνεχίζει να «τρέχει» και εφέτος.
Aποτελεί ένα από τα επιχειρηματικά «παράδοξα» της αγοράς. Και σίγουρα πρόκειται για μια εντυπωσιακή εξέλιξη, που φυσικά έχει την εξήγησή της. Οπως αναφέρει μιλώντας προς «Το Βήμα» ο κ. Μιχ. Τσαούτος, γενικός διευθυντής της εταιρείας, «οφείλεται στην καινοτομία ότι σε μια σειρά αναψυκτικών της ΕΨΑ η ζάχαρη έχει αντικατασταθεί από το επίσης φυσικό γλυκαντικό στέβια, η οποία περιέχει μόλις 7 θερμίδες».
Παράλληλα η οικογένεια Τσαούτου, στην οποία ανήκει η εταιρεία τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, από το 2011 και εντεύθεν έχει δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην ανάπτυξη του δικτύου της επιχειρώντας να καλύψει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής αγοράς. Και έτσι κατόρθωσε οι πωλήσεις της από 8,9 εκατ. ευρώ το 2011 να ανέλθουν πέρυσι στα περίπου 12 εκατ. ευρώ. Και το μερίδιό της στην αγορά πλησιάζει περίπου το 4%.
Παράλληλα - και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία -, αν και αυξήθηκαν οι πωλήσεις της, ωστόσο περιορίστηκαν οι ζημιές της και εφέτος, όπως λέει ο κ. Τσαούτος, «ελπίζουμε να έχουμε κέρδη». Αξίζει να σημειωθεί ότι η εταιρεία άρχισε να εμφανίζει ζημιές από το 2010, όταν πλέον η κρίση είχε «αγκαλιάσει» κάθε πλευρά της ελληνικής αγοράς. Εκείνη τη χρονιά οι ζημιές της ανήλθαν σε 690.000 ευρώ από κέρδη 226.000 ευρώ το 2009. Και οι πωλήσεις της ως και το 2011 κινούνταν πτωτικά - στην πτώση της ζήτησης συνέβαλε και η υπερβολική αύξηση του ΦΠΑ. Παρ' όλα αυτά, η διοίκηση της εταιρείας δεν έκανε ούτε μειώσεις μισθών ούτε απολύσεις από τους περίπου 90 εργαζομένους που απασχολεί.
Η ιστορία της ΕΨΑ είναι πολύ παλιά - το 2014 συμπληρώνει 90 χρόνια παρουσίας ως brand name στην ελληνική αγορά. Η εταιρεία είναι η πρώτη επιχείρηση εμφιάλωσης στην ελληνική ιστορία του κλάδου των αναψυκτικών και η λειτουργία της αρχίζει το 1924. Η οικογένεια Κοσμαδόπουλου, πηλιορείτικης καταγωγής, από το 1885 και καθ' όλη σχεδόν τη διάρκεια του Μεσοπολέμου ήταν ο πρωταγωνιστής της οικονομικής ζωής του Βόλου.
Ο κατ' επάγγελμα αργυραμοιβός Δημήτριος Κοσμαδόπουλος κατορθώνει να συγκεντρώσει το ενδιαφέρον και την εμπιστοσύνη του εμπορικού κόσμου της πόλης και το 1885 στο κεντρικότερο σημείο του Βόλου ανοίγει το πρώτο τραπεζικό γραφείο του. Το 1910 δημιουργεί τη δική του τράπεζα που έχει καταγραφεί στην οικονομική ιστορία του Βόλου ως Τράπεζα Κοσμαδόπουλου.
Το 1917 προσλαμβάνει ως συνεταίρους του γιους του Ιωάννη και Γεώργιο και αμέσως μετά αποσύρεται. Το 1921 ο Δ. Κοσμαδόπουλος πεθαίνει και την ίδια χρονιά η τράπεζα μετατρέπεται σε ανώνυμη εταιρεία.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1924, οι δύο αδελφοί Κοσμαδόπουλοι αποφασίζουν να δημιουργήσουν μια πρότυπη μονάδα εμφιάλωσης στην Αγριά, έξω από τον Βόλο, παράλληλα με τα ψυγεία που διέθεταν. Συγκεκριμένα, για να συντηρούν την παραγωγή λεμονιών της περιοχής (κυρίως από τα Λεχώνια), αποφασίζουν να δημιουργήσουν τη μονάδα των ψυγείων. Το 1924 όμως η παραγωγή λεμονιών ήταν πολύ μεγάλη και μπροστά στον κίνδυνο η παραγωγή να καταστραφεί αποφασίζεται το μέρος της παραγωγής που περίσσευε να χυμοποιηθεί. Για τον λόγο αυτόν προσκαλούν ειδικό τεχνικό από τη Γερμανία.
Ο γερμανός μηχανικός εγκαθίσταται στον Βόλο και σ' αυτόν οφείλεται η περίφημη συνταγή της λεμονάδας ΕΨΑ, του αναψυκτικού που για δεκαετίες κέρδισε την προτίμηση αρκετών γενεών και στην περιοχή της Θεσσαλίας η επωνυμία ταυτίστηκε με το προϊόν.
Η παραγωγή λοιπόν του αναψυκτικού αρχίζει και με τη λειτουργία του εργοστασίου η εταιρεία παρέχει ρεύμα και σε όλη τη γύρω περιοχή. Το 1936 η εταιρεία αλλάζει χέρια και νέος ιδιοκτήτης της ΕΨΑ γίνεται η Εθνική Τράπεζα. Η εταιρεία εκσυγχρονίζεται επενδύοντας σημαντικά κεφάλαια σε νέες εγκαταστάσεις και μηχανήματα.
Μετά τον πόλεμο μια νέα οικονομική περίοδος έχει αρχίσει και η εταιρεία διεκδικεί τη δική της θέση. Το 1950 ο Αριστείδης Αλεξανδρίδης, ένας απλός υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας, σχεδιάζει τη νέα φιάλη. Η νέα πρωτότυπη φιάλη που έχει σχεδιάσει από μεράκι για τη λεμονάδα είναι πραγματικά εντυπωσιακή: καινούργια για την εποχή φόρμα, έντονος χαρακτήρας και ένας ανάγλυφος ρόμβος που δηλώνει ότι το προϊόν έχει βραβευτεί. Η σημαντικότερη όμως καινοτομία είναι το νέο πώμα crown, το οποίο καταργεί το μηχανικό πώμα που διέθετε ως τότε. Το 1965 η εταιρεία Νέα Ψυγεία Αγριάς ΑΕ διέθετε 200 ίππους δύναμη και απασχολούσε 78 εργαζομένους.
Το 1969, 45 χρόνια μετά την ίδρυση της ΕΨΑ, η εταιρεία αλλάζει και πάλι ιδιοκτήτη. Η Εθνική Τράπεζα, αποδεχόμενη την πρόταση των αδελφών Μοσκαχλαΐδη και του Νίκου Τσαούτου, τους παραχωρεί την επιχείρηση και έτσι η ΕΨΑ φτάνει στα χέρια των σημερινών ιδιοκτητών της. Ο νέος κύκλος επενδύσεων που πραγματοποιούνται αυξάνει την παραγωγική δυναμικότητά της, η οποία ανέρχεται πλέον στις 7.500 φιάλες την ώρα.
Η πρώτη επιχείρηση εμφιάλωσης
Οπως επισημαίνει ο κ. Τσαούτος, «πολλά πράγματα που έπρεπε να κάνουμε από χρόνια τα κάνουμε τώρα και έχουμε σοβαρά αποτελέσματα». Αναφερόμενος στην ανάπτυξη του δικτύου επισημαίνει ότι «έχουμε κάνει πολλή δουλειά στην Αθήνα αλλά χρειάζεται ακόμη περισσότερη, χτίζουμε το δίκτυό μας σε νησιά, όπου είμαστε αδύναμοι, αλλά και σε περιοχές όπως είναι η Κρήτη, όπου έχουμε κάνει σημαντική επένδυση σε ανθρώπους. Ειδικά στην Κρήτη όπου είχαμε ελάχιστη παρουσία κατορθώσαμε να διπλασιάσουμε τις πωλήσεις μας, οι οποίες όμως παραμένουν ακόμη πολύ μικρές, και εφέτος έχουμε στόχο σε έναν ακόμη διπλασιασμό». Προνομιακή περιοχή παραμένει η αγορά της Θεσσαλίας, όπου το μερίδιο της εταιρείας είναι σαφώς μεγαλύτερο του 50%.
Οπως επισημαίνει ο κ. Τσαούτος, «πολλά πράγματα που έπρεπε να κάνουμε από χρόνια τα κάνουμε τώρα και έχουμε σοβαρά αποτελέσματα». Αναφερόμενος στην ανάπτυξη του δικτύου επισημαίνει ότι «έχουμε κάνει πολλή δουλειά στην Αθήνα αλλά χρειάζεται ακόμη περισσότερη, χτίζουμε το δίκτυό μας σε νησιά, όπου είμαστε αδύναμοι, αλλά και σε περιοχές όπως είναι η Κρήτη, όπου έχουμε κάνει σημαντική επένδυση σε ανθρώπους. Ειδικά στην Κρήτη όπου είχαμε ελάχιστη παρουσία κατορθώσαμε να διπλασιάσουμε τις πωλήσεις μας, οι οποίες όμως παραμένουν ακόμη πολύ μικρές, και εφέτος έχουμε στόχο σε έναν ακόμη διπλασιασμό». Προνομιακή περιοχή παραμένει η αγορά της Θεσσαλίας, όπου το μερίδιο της εταιρείας είναι σαφώς μεγαλύτερο του 50%.
Βέβαια με προσεκτικά βήματα αλλά σαφώς προσανατολισμένη η οικογένεια Τσαούτου επιχειρεί να αναπτύξει και τις εξαγωγές της, οι οποίες ακόμη παραμένουν μικρές. Οπως αναφέρει ο ίδιος, το ύψος των εξαγωγών της ΕΨΑ δεν υπερβαίνει το 5% των συνολικών ετήσιων πωλήσεών της και απευθύνεται κυρίως στην Αυστραλία, στη Γερμανία, στην Κύπρο, στην Αγγλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πάντως στόχος της εταιρείας στη διάρκεια των επόμενων χρόνων είναι οι εξαγωγές να ανέλθουν στο 15% των πωλήσεών της.
Στην εσωτερική αγορά ένας από τους πιο δύσκολους ανταγωνιστές της βολιώτικης βιομηχανίας - και όχι μόνο - είναι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, οι πωλήσεις των οποίων αναπτύσσονται με υψηλούς ρυθμούς στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων. Θραύση κάνουν στην κατηγορία των προϊόντων τύπου Cola, στην οποία τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας έχουν καταλάβει τη δεύτερη θέση. Και ίσως έτσι εξηγείται το γεγονός ότι εντός των ημερών η ΕΨΑ πρόκειται να κυκλοφορήσει στην αγορά αναψυκτικό τύπου Cola με στέβια προκειμένου να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που παρέχει η νέα καταναλωτική τάση για αναψυκτικά με ελάχιστες θερμίδες αλλά και για ελληνικότητα, η οποία πλέον είναι ισχυρή ως κριτήριο επιλογής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου