Πώς χαράσσεται η νέα «παγκόσμια» τάξη
Τέλος στην καταμέτρηση αεροπλανοφόρων,
μαχητικών και πυραύλων. Οι πόλεμοι της Αμερικής στο Ιράκ και στο
Αφγανιστάν έδειξαν τα όρια της πολεμικής ισχύος. Τα «μεγάλα παιχνίδια»
σήμερα περιστρέφονται γύρω από μια άλλη διάσταση ισχύος. Η «γεωπολιτική» δίνει τη θέση της στη «γεωοικονομική» (*).
Υπάρχουν τρεις μεγάλες διεθνείς διαπραγματεύσεις σε εξέλιξη. Υπόσχονται να χαράξουν το περίγραμμα του μεταδυτικού κόσμου (α), να καθορίσουν το σημείο ισορροπίας ανάμεσα στις ανεπτυγμένες και στις αναπτυσσόμενες χώρες και να περιγράψουν τη θέση της Κίνας
στον κόσμο. Μέσω αυτών θα προκύψει ποια περιθώρια διάσωσης υπάρχουν για
το υφιστάμενο πολυμερές σύστημα. Οι διαθέσιμες επιλογές είναι δύο: είτε
ανοικτές παγκόσμιες συμφωνίες, είτε μια οικονομική τάξη χτισμένη γύρω
από ανταγωνιστικά μπλοκ (α και β).
Η άμεση προσοχή εστιάζει στο εμπόριο. Η επιτυχής ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για τη συμφωνία Trans-Pacific Partnership-TPP
(περιλαμβάνει δώδεκα χώρες του Ειρηνικού, από τις ΗΠΑ ως τη Νέα
Ζηλανδία και από το Περού ως την Ιαπωνία) θα εδραιώσει την ενσωμάτωση
των αμερικανικών οικονομικών συμφερόντων σε μεγάλο μέρος της ανατολικής
Ασίας. Μια παράλληλη συμφωνία για το διατλαντικό εμπόριο και τις επενδύσεις (TTIP) θα ενισχύσει τη συνοχή στις σχέσεις Ουάσιγκτον - Ευρώπης. Παράλληλα με αυτά τα περιφερειακά σύμφωνα, η Ε.Ε.
διαπραγματεύεται διμερείς συμφωνίες με την Ινδία και την Ιαπωνία. Για
να ολοκληρωθεί το τοπίο, οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. ηγούνται συζητήσεων με
περισσότερες από 20 ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες οικονομίες σε ό,τι
αφορά την απελευθέρωση της παροχής υπηρεσιών.
Από
τα παραπάνω προκύπτει ένα βασικό μήνυμα. Η Δύση εγκαταλείπει τις
φιλόδοξες πολυμερείς στρατηγικές που καθόρισαν τη μεταπολεμική εποχή.
Ακόμα πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι το γεγονός πώς κάθε μία από τις
παραπάνω συμφωνίες αφήνει την Κίνα στο περιθώριο.
Η εξαίρεση της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας δεν είναι σύμπτωση. Η Κίνα
ήταν ο μεγάλος νικητής στο καθεστώς μιας ανοικτής παγκόσμιας οικονομίας
και οι ΗΠΑ διερωτώνται γιατί θα πρέπει να επεκτείνουν περαιτέρω
συμφωνίες που ενισχύουν τον ανταγωνιστή τους. Η απάντηση των ΗΠΑ στην
άνοδο της Κίνας εδώ και καιρό στηριζόταν σε μια πολιτική «προσέγγισης
και αντιστάθμισης». Δηλαδή να τραβήξει το Πεκίνο στην αποδοχή ενός
συστήματος κανόνων, ενώ παράλληλα αναζωογονούσε παλαιές συμμαχίες
χρησιμοποιώντας τες ως «ασφάλιση κινδύνου». Η έμφαση των ΗΠΑ τώρα αφορά
την κάλυψη κινδύνου (hedging).
Το πλεονέκτημα της νέας πολιτικής είναι ότι ενισχύει την κυρίαρχη θέση της Δύσης
στον καθορισμό διεθνών κανόνων και προδιαγραφών. Οι Ευρωπαίοι δεν είναι
τόσο ένθερμοι οπαδοί των πολιτικών που απομονώνουν όσο οι Αμερικανοί,
γι' αυτό και ορισμένοι προβάλλουν την άποψη ότι τα περιφερειακά σύμφωνα
προσφέρουν έναν δρόμο για περισσότερο πολυμερείς συμφωνίες. Ωστόσο, οι
ΗΠΑ δεν είναι οι μόνες που έχουν άγχος να διατηρήσουν την οικονομική
εξουσία. Ένας φίλος Γάλλος διπλωμάτης μου ανέφερε ότι το Παρίσι μπήκε
στις συνομιλίες για το TTIP επειδή φοβάται την Κίνα περισσότερο από όσο μισεί τις ΗΠΑ «και δεν βλέπω την Ουάσιγκτον να βιάζεται να καλέσει την Κίνα στο TPP».
Φυσικά,
δεν υπάρχει κάποια εγγύηση ότι οι συμφωνίες θα ολοκληρωθούν. Η σε
ευρεία κλίμακα παγκόσμια κατασκοπεία από τις αμερικανικές υπηρεσίες
πληροφοριών, που έγινε γνωστή πρόσφατα, έχει πλήξει τις υπερατλαντικές
σχέσεις. Η Ιαπωνία
πρέπει να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια ώστε να ευθυγραμμιστεί με τις
απαιτήσεις που θέτει η ΤPP. Επισκεπτόμενος την Ινδία την προηγούμενη
εβδομάδα, δεν αισθάνθηκα ιδιαίτερη βιασύνη για να κλείσει η συμφωνία με
την Ε.Ε.
Ένα πρόβλημα είναι ότι η
νέα γενιά συμφωνιών υπερβαίνει κατά πολύ τα συνήθη θέματα όπως οι
ταρίφες, η ρύθμιση προμηθειών και τα πρότυπα. Δημιουργεί προκλήσεις σε
τεράστια κατεστημένα συμφέροντα και αφυπνίζει αντιλήψεις περί εθνικής
κυριαρχίας.
Ένα ακόμη πρόβλημα
είναι ότι οι κυβερνήσεις δεν είναι αρκετά οργανωμένες ώστε να
αντιληφθούν τη στρατηγική σημασία τους. Οι πρόεδροι και οι πρωθυπουργοί
αρέσκονται στο να μιλούν για πόλεμο και ειρήνη, αφήνοντας το εμπόριο για
τους τεχνοκράτες. Δεν υπάρχει κανείς που θα εξετάσει τη μεγάλη
γεωοικονομική εικόνα.
Η αίσθησή
μου είναι ότι οι δυτικές κυβερνήσεις θα εργαστούν σκληρά για να
αποφύγουν το ενδεχόμενο κατάρρευσης των διαπραγματεύσεων. Χρειάζονται
την ανάπτυξη που υπόσχεται το περαιτέρω άνοιγμα των αγορών. Ενδεχόμενη
αποτυχία θα συνοδευόταν από βαρύ τίμημα. Είναι καλύτερο να λειανθούν
ήσυχα ορισμένες από τις αρχικές φιλοδοξίες. Αυτή άλλωστε είναι η
τελευταία ευκαιρία της Δύσης να διατηρήσει την παγκόσμια οικονομική ισχύ
(**).
Η Κίνα συνειδητοποιεί ότι
μένει πίσω. Το Πεκίνο ζήτησε να εισέλθει στις διαπραγματεύσεις για την
απελευθέρωση της αγοράς υπηρεσιών και πρότεινε τις συζητήσεις με την
Ε.Ε. για τους κανόνες επενδύσεων να ακολουθήσει μια συζήτηση για το
εμπόριο. Οι αντιδράσεις από την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες ήταν
ιδιαίτερα χλιαρές, καθώς η Κίνα αντιμετωπίζεται σαν λαθρεπιβάτης του
παγκόσμιου εμπορίου. Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη θέλουν αποδείξεις ότι το Πεκίνο
είναι έτοιμο να ανοίξει την οικονομία του.
Το
ρίσκο της πολυδιάσπασης των διεθνών εμπορικών κανόνων είναι αρκετά
προφανές. Αυτό που φαίνεται ως θετική εξέλιξη μπορεί εύκολα να οδηγήσει
σε μηδενικό αποτέλεσμα, εάν εξελιχθεί σε διαγωνισμό μεταξύ της Δύσης και
των υπόλοιπων.
Ο παραγκωνισμός
της Κίνας απειλεί την υφιστάμενη δομή του παγκόσμιου συστήματος. Στην
Ιστορία υπάρχουν πολλά παραδείγματα για το πώς οι εμπορικές διαφωνίες
μπορούν να εξελιχθούν σε σοβαρότερες διαμάχες.
Πολλά
ενδεχομένως θα εξαρτηθούν από το αποτέλεσμα σε δύο άλλες
διαπραγματεύσεις οι οποίες αναμένεται να τεστάρουν τις αντοχές των
χωρών. Η μία θα καθορίσει το εάν υπάρχει δυνατότητα διεθνούς συμφωνίας
για την κλιματική αλλαγή. Στην άλλη θα κριθεί εάν οι πλούσιες χώρες
είναι έτοιμες να επεκτείνουν τη βοήθεια προς τις φτωχότερες.
Η
διαμάχη στο επίκεντρο και των δύο περιπτώσεων έγκειται στα δικαιώματα
και τις ευθύνες. Πώς θα μοιρασθεί το βάρος της μείωσης της εκπομπής
καυσαερίων; Πόσο θα πρέπει να πληρώσει η Δύση για την ανάπτυξη; Η
γενναιοδωρία της Δύσης θα πρέπει να αντιστοιχεί σε μεγαλύτερες ευθύνες
από τους αποδέκτες;
Πίσω από τις λεπτομέρειες κρύβεται το κρίσιμο ερώτημα: έχουν την πολιτική βούληση οι κυβερνήσεις του Βορρά και του Νότου, της Δύσης και της Ανατολής, να αναγνωρίσουν το κοινό τους συμφέρον για πολυεθνικές συμφωνίες;
Τα
σημάδια δεν είναι ενθαρρυντικά. Οι ΗΠΑ αισθάνονται πιο άνετα να
συμμετέχουν σε συμμαχίες με φιλικές χώρες παρά σε πολυμερείς. Οι
υπόλοιπες κυβερνήσεις εμφανίζονται με την επιθυμία να διαφυλάσσουν
ξεπερασμένες ιδέες εθνικής κυριαρχίας. Όμως η παγκοσμιοποίηση χωρίς
παγκόσμιους κανόνες μπορεί να λειτουργήσει για λίγο, αλλά δεν θα
κρατήσει.
Philip Stephens
Πηγή
Πηγή
Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.
---------------------------------------------------------------
(*) Ο Joseph Nye
-και όχι μονάχα αυτός- διαφωνεί: «Έχει γίνει της μόδας να λέγεται ότι ο
κόσμος μετά τον Ψυχρό Πόλεμο έχει περάσει από την εποχή της πολιτικής
ισχύος στην εποχή της γεωοικονομίας. Τέτοιου είδους κλισέ δείχνουν
ελλειπή και στενόμυαλη ανάλυση. Η πολιτική και η οικονομία συνδέονται.
Τα διεθνή οικονομικά συστήματα εδράζονται στην διεθνή πολιτική τάξη».
(**)
Giovanni Arrighi, Beverly J. Silver: Η Δύση ανακαλύπτει ότι δεν
διαθέτει πια ένα από τα δύο πιο σημαντικά στοιχεία της επιτυχίας όλων
των προηγούμενων πέντε αιώνων: τον έλεγχο του πλεονάζοντος κεφαλαίου.
Αυτή είναι μια σημαντική ανωμαλία σε σχέση με τις προηγούμενες
ηγεμονικές μεταβάσεις – οι οποίες υπήρξαν όλες μεταβάσεις στο εσωτερικό
της Δύσης και του Βορρά (Πλανητικός μετασχηματισμός - Tο τέλος του μακρού 20ού αιώνα).
.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική
II
Η επιστροφή στην πολιτική
Η επιστροφή στην πολιτική
Η ακροδεξιά, που βρίσκεται σε ανοδική
πορεία χάρη στον «εκσγχρονισμό» που της χάρισε η Μαρίν Λεπέν, δεν
θέριεψε σε μία νύχτα. Στο κείμενο αυτό, του 1998, ο Σερζ Αλιμί προσπαθεί
να εντοπίσει τις ρίζες της, αυτό που εμείς προσπαθούμε να κάνουμε
διστακτικά σήμερα. «Γιατί (…) είναι καταρχήν οι κοινωνικές ανισότητες,
οι καταστροφές από την παγκοσμιοποίηση, το πνίξιμο της δημοκρατικής
συζήτησης, η προσποίηση, η συνενοχή, η συναίνεση, η διαφθορά και οι
αργομισθίες που παίζουν το παιχνίδι του Εθνικού Μετώπου», συμπεραίνει.
*
Εδώ και είκοσι χρόνια, το Εθνικό Μέτωπο αποτελούσε μια ασήμαντη εκλογική δύναμη στη Γαλλία.
Δέκα
χρόνια αργότερα, στις 24 Απριλίου 1988, ο αρχηγός του, ο κ. Ζαν-Μαρί
Λεπέν, υποψήφιος για την προεδρία της δημοκρατίας, λάμβανε 4.375.000
ψήφους ή το 14,39% του εκλογικού σώματος. Αντί να μελαγχολεί κανείς για
τις τελευταίες περιπέτειες στις περιφερειακές εκλογές και για τα
«ταμπού» τα οποία φαίνεται ότι έπεσαν σε αυτή την περίπτωση [1], είναι
προτιμότερο να σκεφθεί την καμπή της δεκαετίας του ’80. Γιατί από τότε, οι ίδιες αιτίες προκαλούν τα ίδια αποτελέσματα.
Οι
ηθικές παραινέσεις και οι μεθοδεύσεις στον τρόπο ψηφοφορίας δεν έχουν
κανένα αποτέλεσμα. Σε μια χώρα σαν τη Γαλλία, η Ακροδεξιά διαθέτει μια
υπεροχή απέναντι στους λεγόμενους «κυβερνητικούς» σχηματισμούς: γνωρίζει
να χρησιμοποιεί την απελπισία και την απώλεια σημείων αναφοράς για να
διακηρύξει την πρωτοκαθεδρία της βούλησης. Ενώ τα μεγάλα κόμματα
βυθίζονται στην ακινησία και αποδέχονται (πάντοτε στο όνομα των
«καταναγκασμών» της αγοράς και της παγκοσμιοποίησης) την επιδείνωση του
συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ κυρίαρχων και κυριαρχούμενων, τα στελέχη του
Εθνικού Μετώπου εξακολουθούν να αντιπαρατάσσουν την ένταξη, την
ιδεολογική σύγκρουση και τη μαχητικότητα, στην καταθλιπτική
διαπαιδαγώγηση της παραίτησης. Η ρητορική τους, η οποία επικεντρώνεται
στο θέμα της κατάπτωσης και της παρακμής -και η οποία ισχυρίζεται ότι
αναζητεί τρόπους για να «αντισταθεί» σε αυτές- ανταποκρίνεται
περισσότερο στην αντίληψη την οποία έχει ένα τμήμα του εκλογικού σώματος
(συχνά το πιο ευάλωτο) για την ίδια του την ύπαρξη, παρά όλες οι
ενθουσιώδεις και προκλητικές διακηρύξεις των θιασωτών του ενιαίου
νομίσματος και της επανάστασης της πληροφορικής, σε μια χώρα όπου η
κοινωνική οδύνη αυξάνεται. Εκατό δίκες του Παπόν να γίνουν, δεν θα
καταφέρουν τίποτα: η γαλλική Ακροδεξιά δεν εκτρέφεται πλέον στο Βισί και
στο Βερολίνο, αλλά στο Χρηματιστήριο του Παρισιού και στις Βρυξέλλες.
Ορισμένοι, οι οποίοι δεν διδάσκονται ποτέ τίποτα, σκέπτονται να συγκρατήσουν το κύμα καταργώντας τη θάλασσα.
Ονειρευόμενοι πάντα μια πολιτική στερημένη από το πολιτικό στοιχείο,
θέλουν να ξαναρχίσουν αυτό το οποίο απέτυχε, να επαναδημιουργήσουν έναν
«μεγάλο συνασπισμό» ή ένα «δημοκρατικό μέτωπο» ενάντια στην άκρα Δεξιά.
Όμως, αυτές οι συμμαχίες ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά είτε είναι
συγκυριακές, και θα ταυτιστούν με μια υπεράσπιση θέσεων, είτε βασίζονται
σε συμφωνίες βάθους και αυτό θα είναι ακόμα χειρότερο. Εάν εξαφανιστεί
από το πολιτικό μας πεδίο η αντιπαράθεση γύρω από διαφορετικά
προγράμματα, στο όνομα της κατεπείγουσας ανάγκης να συγκρατηθεί η «φαιά
πανούκλα», κανείς άλλος εκτός από αυτή την τελευταία δεν θα ωφεληθεί
περισσότερο, μιας και η ίδια θα μονοπωλήσει τότε την έκφραση κάθε
αγανάκτησης.
Για ορισμένους, όλα βαίνουν καλώς: να αποφασίσουμε το τέλος της πολιτικής, εφόσον δεν υπάρχει παρά μόνο μία δυνατή, και το Εθνικό Μέτωπο την αμφισβητεί, να απαγορεύσουμε το έθνος ή να το διαλύσουμε μέσα στην παγκοσμιοποίηση
ελπίζοντας έτσι να στερήσουμε την ακροδεξιά από το εκτροφείο της. Αλλά
σε αυτή την περίπτωση όλα θα είναι χειρότερα: μόνο τον Νοέμβριο -
Δεκέμβριο του 1995, τη στιγμή που οι απεργίες και οι διαδηλώσεις
απέσπασαν εκατομμύρια Γάλλους από την κατήφεια και την απελπισία, ο κ.
Ζαν-Μαρί Λεπέν έμεινε επιτέλους άφωνος.
Εδώ
και δεκαπέντε χρόνια, όσο περισσότερο υποχωρεί η εξουσία των κρατών,
τόσο περισσότερο προχωράει το Εθνικό Μέτωπο. Παρά το γεγονός αυτό, κάθε
έκφραση αμφισβήτησης προσκρούει, από δω και στο εξής, στην αντίρρηση ότι
«ανοίγει τον δρόμο στον λεπενισμό»: ο φιλόσοφος των μέσων ενημέρωσης
και δημιουργός αυτής της διατύπωσης ενοχοποιεί τον «αριστερισμό», ο
υπουργός Εσωτερικών μοιάζει, παραδόξως, να συμφωνεί μαζί του, ο υπουργός
Παιδείας χρεώνει μάλλον στους εκπαιδευτικούς του Σεν-Σεν Ντενί ότι
«ευνοούν το Εθνικό Μέτωπο», ένας συντηρητικός αρθρογράφος δεν διστάζει
να καταγγείλει «τον θορυβώδη αντιφιλελευθερισμό ως πηγή τροφοδοσίας σε
ψήφους του Εθνικού Μετώπου», ένας άλλος τολμάει ακόμα και να συγκρίνει
την αμφισβήτηση του καπιταλισμού με τον αντισημιτισμό... [2].
Το
να απορρίψουμε κάθε κοινωνική κριτική στο όνομα της χρήσης της από
ορισμένους αντιπάλους, σημαίνει ωστόσο ότι προσφέρουμε σε αυτούς τους
τελευταίους ένα ανέλπιστο πλεονέκτημα, προσποιούμενοι ότι τους πολεμάμε.
Γιατί εδώ και δεκαπέντε χρόνια, στη Γαλλία, είναι καταρχήν οι
κοινωνικές ανισότητες, οι καταστροφές από την παγκοσμιοποίηση, το
πνίξιμο της δημοκρατικής συζήτησης, η προσποίηση, η συνενοχή, η
συναίνεση, η διαφθορά και οι αργομισθίες που παίζουν το παιχνίδι του
Εθνικού Μετώπου. Και αυτό δεν πρόκειται να υποχωρήσει, αν οι εστίες που
τροφοδότησαν την εξάπλωσή του συνεχίζουν να απλώνονται.
Halimi Serge
Le Monde Diplomatique
Le Monde Diplomatique
---------------------------------------------------------------
[1]
Από το 1983, τον καιρό των δημοτικών εκλογών, η Δεξιά διεξήγαγε μια
εκστρατεία που ήταν συχνά κοντά στα θέματα του Εθνικού Μετώπου,
εγκαθιδρύοντας μια σχέση ανάμεσα στην «παράνομη μετανάστευση, τη μικρή
και τη μεγάλη εγκληματικότητα» και επικαλούμενη την ανάγκη να «
σταματήσει αυτή η επιδρομή». Το 1986, ο κ. Ζακ Μπλαν υπέγραψε μια
περιφερειακή συμφωνία με την Ακροδεξιά. Όσον αφορά τους σοσιαλιστές, η
εκλογή του 1992 του κ. Ζαν-Πιερ Σουασόν (τότε υπουργού του Φρανσουά
Μιτεράν), επικεφαλής της Βουργουνδίας, έγινε με τις ψήφους του Εθνικού
Μετώπου. Ακριβώς το ίδιο συνέβη, τον επόμενο χρόνο, με την εκλογή του κ.
Ρολάν Ντιμά στην προεδρία της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων.
[2]
Πρόκειται, αντίστοιχα, για τους κ.κ. Μπερνάρ-Ανρί Λεβί, Ζαν-Πιερ
Σεβενμάν, Κλοντ Αλέγκρ, Ζαν-Φρανσουά Ρεβέλ και Πασκάλ Μπρικνέρ.
.~`~.
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική
Για περαιτέρω ιχνηλάτηση και πληρέστερη προοπτική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου