4 Φεβρουαρίου 2013
Ο όρος κοινωνικός αυτοματισμός εισήχθη στην ελληνική πολιτική και κοινωνική ζωή κατά την περίοδο της διακυβέρνησης Σημίτη. Η πατρότητα του όρου κατά άλλους αποδίδεται στο Δημήτρη Ρέππα και κατά άλλους στον μεγάλο «στρατηγό» Θόδωρο Τσουκάτο (θα τον ενθυμείστε φαντάζομαι).
Πρόκειται μέσες άκρες για την ακόλουθη φιλοσοφία και πρακτική διακυβέρνησης: όταν μια κοινωνική ή επαγγελματική ομάδα η τάξη αντιδρά (δικαίως ή αδίκως) σε μια ρύθμιση που την αφορά προσπαθούμε να στρέψουμε την υπόλοιπη κοινωνία εναντίον της ή περιμένουμε αυτό να συμβεί λόγω των προβλημάτων και της ταλαιπωρίας που δημιουργούν
στους υπολοίπους πολίτες τυχόν κινητοποιήσεις της επαγγελματικής ομάδας που αντιδρά και λόγω της συνήθους αβελτηρίας και υπερβολής των συνδικαλιστικών ηγεσιών των αντιδρώντων.
Συνήθως χρονικά, προ της δημοσιοποίησης των μέτρων που προκαλούν τις αντιδράσεις των θιγομένων, προηγείται μία περίοδος όπου τα ΜΜΕ αναλαμβάνουν να απαξιώσουν ηθικά και αναδείξουν ως προνομιούχο και παρασιτικά βιούσα την επαγγελματική ομάδα που πρόκειται να τεθεί στο στόχαστρο.
Ακολουθούν διαρροές των υπό νομοθέτηση μέτρων για να βολιδοσκοπηθούν τυχόν αντιδράσεις, τα μέτρα αυτά παρουσιάζονται από το μεγαλύτερο μέρος του τύπου ως εκσυγχρονιστικές τομές και βαθιές μεταρρυθμίσεις που σπάζουν στεγανά και εμπεδώνουν τη διαφάνεια, ενώ οι αναμενόμενες αντιδράσεις των επαγγελματιών που τυχόν θίγονται κατατάσσονται πάρ’αυτά στην κατηγορία του εξοβελισταίου συντεχνιασμού.
Από την άλλη πλευρά η πλειονότητα των συνδικαλιστών ηγετών των διαμαρτυρομένων, προϊόντα συνήθως των θερμοκηπίων της κομματικής νομενκλατούρας, με την αμετροέπεια των κινητοποιήσεων τους, τον ξύλινο, αυτιστικό τους λόγο και την εν γένει αισθητική και πρακτική τους, διευκολύνουν το έργο των τηλεεισαγγελέων μεγαλοδημοσιογράφων που έχουν αναλάβει να τους ισοπεδώσουν. Η εύκολη στοχοποίηση στα μάτια των πολιτών οιουδήποτε αντιδρά (ανεξαρτήτως του βασίμου των αιτιάσεων του) είναι ακόμη ευκολότερη σε μια κοινωνία σαν την ελληνική, που απαρτίζεται από πολίτες που πολύ συχνά αντιμετωπίζουν τους συμπολίτες τους με διάχυτη καχυποψία, ου μην και φθόνο. Ο Έλληνας (ίσως κρίνοντας ο καθένας από τον εαυτό του) θεωρεί όλους τους άλλους απατεώνες, οπότε, ό,τι και να πάθουν τους αξίζει. Ο κοινωνικός αυτοματισμός απευθύνεται μεταξύ άλλων στο ταπεινότερο των ενστίκτων: στην χαιρεκακία.
Είναι βεβαίως αλήθεια ότι η ψευδοεπαναστατική «αγωνιστική» κουλτούρα της μεταπολίτευσης με μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις και ακραίες και απροκάλυπτα αντικοινωνικές συνδικαλιστικές πρακτικές (του τύπου «κατεβάζουμε το διακόπτη», αποκλείουμε δρόμους, εθνικούς οδικούς άξονες, λιμάνια και αεροδρόμια, καταλαμβάνουμε δημόσια κτίρια και αρχαιολογικούς χώρους ακόμη) δυσφήμησε με το πέρασμα των ετών κάθε έννοια συλλογικής διεκδίκησης. Το εκκρεμές πέρασε από την μία ακραία θέση στην άλλη και πλέον οποιοσδήποτε αγωνίζεται για τα επαγγελματικά του δικαιώματα, λοιδορείται ως εχθρός της κοινωνίας.
Και ύστερα ήρθε η κρίση…Θα περίμενε κανείς, ότι μια τόσο οξεία και βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση θα έβγαζε τους πολίτες από το λήθαργο του εγωκεντρισμού και θα ενέπνεε μια νέα κοινωνική συνείδηση ικανή να μετουσιωθεί και σε συλλογικότητα. Αντ’αυτού στρέφονται όλοι εναντίον όλων ακολουθώντας εν τέλει μια εθνική αυτοκαταστροφική σπείρα. Αν το κεντρικό μήνυμα του Επιταφίου του Περικλή (του σημαντικότερου ίσως πολιτικού κειμένου όλων των εποχών) είναι ότι η προσωπική ευημερία προϋποθέτει και τελεσφορεί μέσα από την ευημερία της πόλεως, εδώ έχουμε την απόλυτη αντιστροφή του: o θάνατος σου είναι η ζωή μου. Κάπως έτσι και σε συνθήκες πρωτοφανούς (τουλάχιστον για τις γενιές μας) οικονομικής κρίσης και ύφεσης δημιουργούνται προϋποθέσεις κοινωνικής αποσυσπείρωσης και αποσάρθρωσης: ο κοινωνικός αυτοματισμός μετατρέπεται κυριολεκτικά σε κοινωνικό κανιβαλισμό.
Είναι βέβαιο ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι. Οι πολίτες έχουν την απόλυτη ευθύνη να εξοβελίσουν από τις ηγεσίες των συνδικαλιστικών οργάνων που τους εκπροσωπούν, τους χουλιγκανικής αντίληψης, ρητορικής και πρακτικής εργατοπατέρες που διαφημίζουν την ανομία ως μαχητικότητα και οδηγούν τις επαγγελματικές τους τάξεις στην κοινωνική απαξίωση και την αυτοκαταστροφή. Η ευθύνη όμως των πολιτικών ηγεσιών είναι ακόμη μεγαλύτερη. Δεν είναι δυνατόν να υποδαυλίζουν τις κοινωνικές αντιπαλότητες για να μπορούν να άρχουν. Δεν είναι δυνατόν να επιλέγεται η λογική του «διαίρει και βασίλευε», την στιγμή ακριβώς που χρειάζεται η μεγίστη δυνατή κοινωνική και εθνική συσπείρωση. Πραγματικοί εθνικοί ηγέτες είναι αυτοί που ενώνουν τους πολίτες, που εμφυσούν, εμπνέουν και υπηρετούν κοινωνικά και εθνικά οράματα και όχι αυτοί που υποθάλπουν διχαστικές λογικές. Η επίκληση του πατριωτισμού των πολιτών είναι θεμιτή (παρεπιμπτόντως προσέξατε πόσες φορές -και ορθώς, κατά την άποψη μου- ο κατ’εξοχήν νεωτερικός Πρωθυπουργός επικαλέσθηκε στο urban-industrial σκηνικό της προχθεσινής συνέντευξης τύπου τον όρο πατρίδα, αντί του χώρα ή κοινωνία που συνήθως χρησιμοποιείται από ηγέτες της κεντροαριστεράς), αλλά στην παρούσα φάση δεν είναι αρκετή. Πρέπει να μπορείς να συνεγείρεις τους πολίτες για να αγωνισθούν για τη σωτηρία της πατρίδας και όχι να ζητιανεύεις τον πατριωτισμό τους, αφού νωρίτερα τους έχεις χρεώσει τις ευθύνες (και χωρίς μάλιστα λέξη αυτοκριτικής) για τη δυσχερή θέση, στην οποία η πατρίδα έχει περιέλθει.
Υ.Γ. Το σκίτσο είναι του Στάθη (Ελευθεροτυπία)
: Σχολιαστής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου